- ταλαντωσίμετρο
- το, Νιατρ. ιατρικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τών αρτηριακών ταλαντώσεων στα άκρα τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλάντωση + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταλαντωσιμετρία — η, Ν [ταλαντωσίμετρο] η με κατάλληλο όργανο, το ταλαντωσίμετρο, μέτρηση τών ταλαντώσεων τών αρτηριακών τοιχωμάτων στα άκρα … Dictionary of Greek
ταλαντευσίμετρο — το, Ν ιατρ. (παλαιός όρος) το ταλαντωσίμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλάντευση + μέτρο] … Dictionary of Greek